ῥέθος
English (LSJ)
εος, τό,
A limb, usu. in pl. ῥέθεα, limbs, ψυχὴ δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη Il.16.856; ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἕληται 22.68, cf. Theoc.23.39. II in sg., face, countenance, S.Ant.529 (anap.), E.HF1204 (anap.), Theoc. 29.16: Aeol. in this sense acc. to Eust.1090.27; it occurs in broken context, Sapph.Supp.11.3. 2 body, Lyc.173.
German (Pape)
[Seite 837] τό, bei Hom. dreimal, im genit. plur. ῥεθέων: Iliad. 16, 856 und 22, 362 ψυχὴ δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄιδόσδε βεβήκει, aus den Gliedern, aus dem Leibe; 22, 68 ἐπεί κέ τις ὀξέι χαλκῷ τύψας ἠὲ βαλὼν ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἕληται; Scholl. Aristonic. 16, 856 ἡ διπλῆ, ὅτι πάντα τὰ μέλη ῥέθη Ὅμηρος προσαγορεύει, οἱ δὲ Αἰολεῖς μόνον τὸ πρόσωπον, id. zu 22, 68 καὶ ὅτι ῥέθη πάντα τὰ μέλη, οἱ δὲ Αἰολεῖς τὸ πρόσωπον. Dies verwendete nämlich Aristarch für seinen Beweis, Homer sei kein Aeoler gewesen, s. die Recension von Lauers Gesch. der homer. Poesie in Jahns Jahrbb. 1853 Bd 67 Hft 3 S. 259. – Soph. Ant. 529 ῥέθος das Antlitz; Eur. Herc. F. 1204 ῥέθος das Antlitz; Theocr. 29, 16 ῥέθος das Antlitz; id. 23, 39 ἀμφίθες ἐκ ῥεθέων σῶν εἵματα καὶ κρύψον με, von deinem Leibe; Mosch. 4, 3 ἐπὶ ῥεθέεσσι, im Antlitz; Apoll. Rh. 2, 68 ἀνασχόμενοι ῥεθέων προπάροιθε βαρείας χεῖρας, die Antlitze; Lycophr. 173 ῥέθει, Leib. – Ableitung unbekannt.
Greek (Liddell-Scott)
ῥέθος: -εος, τό, μέλος τοῦ σώματος, ἐν τῷ πληθ., τὰ μέλη τοῦ σώματος, ψυχὴ δ’ ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἰλ. Π. 856, Χ. 362· ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἑλέσθαι Χ. 68· πρβλ. Θεόκρ. 23· 39. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, τὸ πρόσωπον, Σοφ. Ἀντ. 529, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1204. 2) τὸ σῶμα, Λυκόφρ. 73.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 τὰ ῥέθη membre;
2 p. ext. visage, air, aspect.
Étymologie: DELG pas d’étym. en vue.
English (Autenrieth)
εος: pl., limbs. (Il.)