σπάθησις

Revision as of 09:56, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A striking the web with the σπάθη, Arist.Ph.243b6.    II squandering, Suid.

German (Pape)

[Seite 915] ἡ, das Schlagen u. Dichtmachen des Gewebes mit der σπάθη, Arist. phys. ausc. 7, 2. – Das Verzetteln, Vergeuden, die Verschwendung, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

σπάθησις: ἡ, τὸ πλήττειν τὸ ὕφασμα διὰ τῆς σπάθης, ἡ διὰ τῆς σπάθης πύκνωσις τοῦ ὑφάσματος, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 4. ΙΙ. σπατάλη, Σουΐδ.· ἐντεῦθεν σπαθητής, οῦ, ὁ, Βυζ.