= σταλάσσω, Aq.Mi.2.6, Plu.2.317d.
[Seite 928] fut. σταλάξω (s. aber σταλάσσω), = στάζω 2, σταλάω, tröpfeln, VLL.
στᾰλάζω: σταλάσσω, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ.
c. στάζω.Étymologie: R. Σταγ, dégoutter.