συγκάθεδρος
English (LSJ)
ὁ,
A assessor, colleague, Ulp. ad D.21.178, Hsch. s.v. συνθάκων; condemned by Thom.Mag. p.292 R.
German (Pape)
[Seite 963] mit beisitzend, Lob. Phryn. 465.
Greek (Liddell-Scott)
συγκάθεδρος: ὁ, τὴν αὐτὴν καθέδραν κατέχων, πάρεδρος, Μακάρ. 604D, Παλλαδ. Λαυσ. 1233C, κλπ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 465.