συμβουλία

Revision as of 14:42, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A advice or counsel given, esp. in public affairs, Hdt.3.125, 4.97, al., X.Mem.1.3.4, Cyr.1.6.2; ἡ Περιάνδρου Θρασυβούλῳ σ. Arist.Pol.1284a27; advice of an oracle, ἡ τοῦ Ἀπόλλωνος σ. SIG633.19 (Milet., ii B.C.), cf. 590.14 (ibid., ii B.C.): pl., counsels, X.Cyr.1.6.2, D.19.5, etc.    II counsel, consultation, λαβεῖν τινα εἰς σ. Men.Mon.355.    III prescription, recipe for a charm, Cyran.16.

German (Pape)

[Seite 980] ἡ, ion. συμβουλίη, Rath; Her. 4, 97. 7, 135 u. öfter; Plat. Legg. XII, 965 a; Xen. Mem. 1, 3, 4; Sp., wie Pol. 5, 12, 6.

Greek (Liddell-Scott)

συμβουλία: ἡ, Ἰων -ίη, ἡ, συμβουλὴ ἢ συμβουλὴ δοθεῖσα, μάλιστα περὶ δημοσίων πραγμάτων, Ἡρόδ. 3. 1, 125., 4. 97, κ. ἀλλαχ., Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 4· ἡ Περιάνδρου Θρασυβούλῳ σ. Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 16· ἐν τῷ πληθ., συμβουλαί, νουθεσίαι, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 2, Δημ. 342. 29. ΙΙ. σύσκεψις, λαβεῖν τινα εἰς σ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 355. Πρβλ. συμβουλή.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
conseil.
Étymologie: σύμβουλος.

English (Slater)

συμβουλία
   1 advice τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' Ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 3.