συμβουλή

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβουλή Medium diacritics: συμβουλή Low diacritics: συμβουλή Capitals: ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Transliteration A: symboulḗ Transliteration B: symboulē Transliteration C: symvouli Beta Code: sumboulh/

English (LSJ)

ἡ, = συμβουλία, Hdt.1.157,3.1, Pl.Phdr.260d, Call. in Διηγήσεις vii 19, etc.: prov., ἱερὸν συμβουλή
A counsel is a sacred thing, Ar.Fr.33 (v. ἱερός IV. ΙΙ): pl., συμβουλὰς συμβουλεύειν Pl.Grg. 520d, cf. Din.1.47.
II deliberation, debate, εἰς σ. τοὺς φίλους παρακαλεῖν Pl.Prt. 313a; σ. πολιτικῆς ἀρετῆς a debate on it, ib.322e; ὅταν περί τινος σ. ᾖ Id.Grg.455c; ἕνεκά τινος Id.Lg. 942a.

German (Pape)

[Seite 980] ἡ, = συμβουλία, Rat, Beratung, ἔγνωσαν συμβουλῆς πέρι ἐς θεὸν ἀνῷσαι, Her. 1, 157; ὅταν στρατηγῶν αἱρέσεως πέρι συμβουλὴ ᾖ, Plat. Gorg. 455 c; εἰς συμβουλὴν τοὺς φίλους παρακαλεῖν, Prot. 313 a; συμβουλὰς συμβουλεύειν, Gorg. 520 d; ἱερὰ συμβουλὴ λεγομένη, Ep. V, 321 c, wie Xen. An. 5, 6, 4, vgl. Luc. rhet. praec. 1; Hesych. sagt ἐπὶ τοῦ ὅτι δεῖ καθαρῶς συμβουλεύειν.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
conseil.
Étymologie: σύμβουλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμβουλή -ῆς, ἡ, ook ξυμβουλή [σύν, βουλή] raad(geving), advies:. συμβουλὰς συμβουλεύειν adviezen geven Plat. Grg. 520d. beraad, overleg; met gen., met περί + gen., met ἕνεκα + gen. over iets.

Russian (Dvoretsky)

συμβουλή:
1 совет, наставление Her., Xen., Plat.;
2 совещание, совместное обсуждение (τινος, περί и ἕνεκά τινος, εἰς συμβουλὴν παρακαλεῖν τινα Plat.).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συβουλή Ν
παραίνεση, προτροπή, υπόδειξη (α. «τά αποφεύγω... με συμβουλή του γιατρού» β. «ἔγνωσαν συμβουλῆς πέρι ἐς θεὸν ἀνοῖσαι τὸν ἐν Βραγχίδῃσι», Ηρόδ.
γ. «ὑπὸ μιᾱς ἀθέσμου συμβουλῆς», Τριώδ.)
αρχ.
σύσκεψη, συζήτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βουλή «σκέψη» (πρβλ. προβουλή)].

Greek Monotonic

συμβουλή: ἡ,
I. = συμβουλία, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
II. συμβουλή, σύσκεψη, συμβούλιο, συνδιάσκεψη, παραίνεση, συζήτηση, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συμβουλή: ἡ, = συμβουλία, Ἡρόδ. 1. 157, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 4, Πλάτ., κλπ.· ― παροιμ., ἱερὸν συμβουλή, ἡ συμβουλὴ εἶναι ἱερὸν πρᾶγμα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 104, πρβλ. Πλάτ. Ἐπιστ. 321C· ― πληθ., συμβουλὰς συμβουλεύειν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 520D, κ. ἀλλ. Ι. σύσκεψις, συζήτησις, εἰς ξ. παρακαλεῖν τινα ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 313Α· ξ. πολιτικῆς ἀρετῆς, συζήτησις περὶ πολ. ἀρετῆς, αὐτόθι 322Ε· ὅταν περί τινος ξ. ᾖ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 455C· ἕνεκά τινος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 942Α· εἰς ξ. καλεῖν τινας ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 313Α.

Middle Liddell

συμβουλή, ἡ, = συμβουλία, Hdt., Xen., etc.]
II. counsel, consultation, deliberation, debate, Plat.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό σύν + βουλή τοῦ βούλομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.