συμπιεστός

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που μπορεί να δεχθεί συμπίεση, δεκτικός συμπίεσης
2. αυτός που έχει συμπιεστεί, συμπιεσμένος
3. το ουδ. ως ουσ. το συμπιεστό
η συμπιεστότητα, η δεκτικότητα συμπίεσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπιέζω. Το ουδ. συμπιεστόν μαρτυρείται από το 1869 στον Β. Λάκωνα].