A incline towards together, Plu.Phoc.2.
συνεπιρρέπω: ἐπιρρέπω πρός τι ὁμοῦ, συνεπιρρέπει τούτῳ (δηλ. τῷ ὀφθαλμῷ) καὶ ἡ διάνοια Πλουτ. Φωκ. 2.
se pencher ensemble vers.Étymologie: σύν, ἐπιρρέπω.
Α ἐπιρρέπωγέρνω προς ένα σημείο μαζί με κάποιον άλλο.