χαλκοπλάστης

Revision as of 11:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A bronze-worker, LXXWi.15.9.

German (Pape)

[Seite 1331] ὁ, der Bildner in Erz od. Kupfer, der Kupferschmied, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοπλάστης: -ου, ὁ πλάττων, κατασκευάζων διάφορα πράγματα ἐκ χαλκοῦ, χαλκεύς, χαλκουργός, πρβλ. χαλκοτύπος, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 9).