τροφιώδης
English (LSJ)
ες,
A containing coagulated matter, οὖρα Hp.Epid.7.120; ἐκ τροφιώδεος . . ὑποπέλιον Id.Coac.567; and so prob. ἑκ τροφιωδέων should be restored for ἐκ στροφωδέων in Id.Prorrh.1.156 :—cf. Gal. ad loc. (16.819K.): a different expl. is given by Erot., τροφιωδέων· σποδιωδῶν, τροφιὰ γὰρ ἡ σποδιὰ λέγεται; cf. ἐκ τροφωλέων σποδοειδῶν, Hsch. Cf.
A τροφώδης 11.
Greek (Liddell-Scott)
τροφιώδης: -ες, πλήρης ὕλης, θολός, οὖρα Ἱππ. 1240Α· τροφιῶδες οὐρεῖν αὐτόθι, πρβλ. 1239G· ἐκ τροφιώδεος... ὑποπέλιον ὁ αὐτ. 210Η, πρβλ. 217Ε· καὶ οὕτω πιθανῶς διορθωτέον ἐκ τροφιωδέων ἀντὶ στροφώδων ὁ αὐτ. 81C. - Πρβλ. τροφώδης ΙΙ.