τροφώδης
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
English (LSJ)
τροφῶδες,
A nutritious, Arist.Pr.871b19, Xenocr. ap. Orib.2.58.40,50; τ. τῆς σαρκός Arist.Pr.893a29.
II = τροφιώδης; Hsch. explains σῦφαρ by τὸ ἐπὶ τοῦ γάλακτος τ.
German (Pape)
ες,
1 von nahrhafter Art, Beschaffenheit.
2 = τροφιώδης, zweifelhaft.
Russian (Dvoretsky)
τροφώδης: питательный (ὑγρόν Arst.): τ. τῆς σαρκός Arst. питающий мышечную ткань.
Greek (Liddell-Scott)
τροφώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων θρεπτικὴν οὐσίαν ἢ φύσιν, θρεπτικός, Ἀριστ. Προβλ. 3. 5, 6, Ξενοκρ. Περὶ τῆς ἀπὸ τῶν ἐνύδρ. τροφ. 135· τρ. τῆς σαρκὸς Ἀριστ. Προβλ. 10. 22. ΙΙ. = τροφιώδης· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει σῦφαρ, = «τὸ ἐπὶ τοῦ γάλακτος τροφῶδες».