ὑπεικτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A disposed to yield, yielding, Arist.GC326a14.
German (Pape)
[Seite 1184] nachgiebig (?).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεικτικός: -ή, -όν, ὑποχωρῶν, ἐνδοτικός, Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 16.
ή, όν,
A disposed to yield, yielding, Arist.GC326a14.
[Seite 1184] nachgiebig (?).
ὑπεικτικός: -ή, -όν, ὑποχωρῶν, ἐνδοτικός, Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 16.