ὑπεικτικός

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεικτικός Medium diacritics: ὑπεικτικός Low diacritics: υπεικτικός Capitals: ΥΠΕΙΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hypeiktikós Transliteration B: hypeiktikos Transliteration C: ypeiktikos Beta Code: u(peiktiko/s

English (LSJ)

ὑπεικτική, ὑπεικτικόν, disposed to yield, yielding, Arist.GC326a14.

German (Pape)

[Seite 1184] nachgiebig (?).

Russian (Dvoretsky)

ὑπεικτικός: податливый (τὸ μαλακόν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεικτικός: -ή, -όν, ὑποχωρῶν, ἐνδοτικός, Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 16.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὑπείκω
ενδοτικός, υποχωρητικός.