τηνεσμός

Revision as of 10:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ,

   A f.l. for τεινεσμός in Nic.Al.382, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1108] ὁ, f. L. für τεινεσμός.

Greek (Liddell-Scott)

τηνεσμός: ὁ, ἕτερος τύπος τοῦ τεινεσμός, Νικ. Ἀλεξιφ. 382, ἔνθα ἴδε Schneid. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τηνεσμός· νόσημα περὶ τὰ ἔντερα».