τηνεσμός

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηνεσμός Medium diacritics: τηνεσμός Low diacritics: τηνεσμός Capitals: ΤΗΝΕΣΜΟΣ
Transliteration A: tēnesmós Transliteration B: tēnesmos Transliteration C: tinesmos Beta Code: thnesmo/s

English (LSJ)

ὁ, f.l. for τεινεσμός in Nic.Al.382, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1108] ὁ, f. L. für τεινεσμός.

Greek (Liddell-Scott)

τηνεσμός: ὁ, ἕτερος τύπος τοῦ τεινεσμός, Νικ. Ἀλεξιφ. 382, ἔνθα ἴδε Schneid. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τηνεσμός· νόσημα περὶ τὰ ἔντερα».

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. τεινεσμός.