χίασμα
English (LSJ)
[ῑ], ατος, τό,
A cross-piece of wood, Bito 54.3 (pl.). 2 cross-bandage, Sor.Fasc.22 (in form χίεσμα), Gal.18(1).787.
German (Pape)
[Seite 1355] τό, das Zeichen od. die Gestalt des χῖ, bes. das Zeichen der Unechtheit; – τὰ χιάσματα Kreuzhölzer, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
χίασμα: [ῑ], τό, δύο γραμμαὶ διαγωνίως τεμνόμεναι ὡς αἱ τοῦ γράμματος Χ, Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 93Β. ΙΙ. τὰ χιάσματα, ξύλα διασταυρούμενα, Ἀρχ. Μαθ. 109· ἐπίδεσμοι σταυροειδεῖς, Γαλην.