χίασμα

Revision as of 10:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

[ῑ], ατος, τό,

   A cross-piece of wood, Bito 54.3 (pl.).    2 cross-bandage, Sor.Fasc.22 (in form χίεσμα), Gal.18(1).787.

German (Pape)

[Seite 1355] τό, das Zeichen od. die Gestalt des χῖ, bes. das Zeichen der Unechtheit; – τὰ χιάσματα Kreuzhölzer, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

χίασμα: [ῑ], τό, δύο γραμμαὶ διαγωνίως τεμνόμεναι ὡς αἱ τοῦ γράμματος Χ, Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 93Β. ΙΙ. τὰ χιάσματα, ξύλα διασταυρούμενα, Ἀρχ. Μαθ. 109· ἐπίδεσμοι σταυροειδεῖς, Γαλην.