χίασμα
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
[ῑ], ατος, τό,
A cross-piece of wood, Bito 54.3 (pl.).
2 cross-bandage, Sor.Fasc.22 (in form χίεσμα), Gal.18(1).787.
German (Pape)
[Seite 1355] τό, das Zeichen od. die Gestalt des χῖ, bes. das Zeichen der Unechtheit; – τὰ χιάσματα Kreuzhölzer, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
χίασμα: [ῑ], τό, δύο γραμμαὶ διαγωνίως τεμνόμεναι ὡς αἱ τοῦ γράμματος Χ, Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 93Β. ΙΙ. τὰ χιάσματα, ξύλα διασταυρούμενα, Ἀρχ. Μαθ. 109· ἐπίδεσμοι σταυροειδεῖς, Γαλην.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και ιων. τ. χίεσμα Α [[[χιάζω]] (Ι)]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χιάζω
2. υποστήριγμα που αποτελείται από δύο ξύλα συναρμοσμένα σε σχήμα Χ
3. (γενικά) διασταύρωση δύο πραγμάτων σε σχήμα Χ
νεοελλ.
1. το σημείο Χ, με το οποίο επισημαίνεται ένα νόθο ή αμφίβολο χωρίο σε έγγραφο
2. ανατ. το σημείο διασταύρωσης δύο δομών («τενόντιο χίασμα»)
3. βιολ. ορατή στο μικροσκόπιο δομή σχήματος Χ, που σχηματίζεται από ομόλογες χρωματίδες κατά τη μειωτική διαίρεση του κυττάρου
4. φρ. «οπτικό χίασμα»
α) ανατ. η διασταύρωση τών ινών τών οπτικών ταινιών σε σχήμα Χ, στο κεντρικό τμήμα του μέσου κρανιακού βόθρου, προτού σχηματίσουν τα οπτικά νεύρα
β) «σύνδρομο του οπτικού χιάσματος»
ιατρ. αμφικροταφική ημιανοψία, πτώση της οπτικής οξύτητας και αμφοτερόπλευρη ατροφία του οπτικού νεύρου, αλλ. χιασματικο σύνδρομο
αρχ.
σταυροειδής επίδεσμος.