συνεπικλίνω

Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

[ῑ],

   A incline at the same time, Gal.6.151 (Pass.), Dam.Pr.168.

Greek Monolingual

Α ἐπικλίνω
κλίνω προς άλλο σημείο από κοινού ή ταυτοχρόνως με άλλον.