συνεξαπατώ
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
-άω, Α
1. εξαπατώ μαζί ή με τον ίδιο τρόπο με κάποιον
2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) Συνεξαπατῶν
τίτλος κωμωδίας του Βάτωνος.