συνόρασις

From LSJ
Revision as of 11:29, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

German (Pape)

[Seite 1031] ἡ, Uebersicht, Einsicht, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

συνόρᾱσις: ἡ, = σύνοψις, κατὰ ἐνόρασίν τε καὶ περιόρασιν καὶ συνόρασιν, περιεκτικὴν ὅρασιν, Κλήμ. Ἀλεξ. 821.