συνόρασις
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
German (Pape)
[Seite 1031] ἡ, Uebersicht, Einsicht, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
συνόρᾱσις: ἡ, = σύνοψις, κατὰ ἐνόρασίν τε καὶ περιόρασιν καὶ συνόρασιν, περιεκτικὴν ὅρασιν, Κλήμ. Ἀλεξ. 821.
[Seite 1031] ἡ, Uebersicht, Einsicht, Clem. Al.
συνόρᾱσις: ἡ, = σύνοψις, κατὰ ἐνόρασίν τε καὶ περιόρασιν καὶ συνόρασιν, περιεκτικὴν ὅρασιν, Κλήμ. Ἀλεξ. 821.