[ᾰ], ον,
A holding three bottles, Stesich.7, POxy.741.12 (ii A. D.).
τρῐλάγῠνος: [ᾰ], -ον, ὁ χωρῶν τρεῖς λαγύνους, σκύπφειον δὲ λαβὼν δέπας ἔμμετρον ὡς τριλάγυνον πῖεν Στησίχορ. παρ’ Ἀθην. 499Β.