δέπας
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
αος, τό, dat. δέπᾳ Od.10.316: pl. nom. δέπᾰ 15.466, etc.; δέπατα dub. in IG12(3).450a1 (Thera): Ep. dat. δεπάεσσι Il.1.471, δέπασσι 15.86:—beaker, goblet, Od.10.316, etc.; δ. ἀμφικύπελλον Il. 1.584, al.; δ. χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον 11.632; δ. σκύπφειον Stes. 7; δ. ἐκ κεράμοιο APl.4.333 (Antiphil.); of the golden bowl in which the sun floated back from West to East during the night, Stes.8.1, Pherecyd.18(a) J.; δ. Ἡφαιστοτυκές A.Fr.69 (lyr.).
Spanish (DGE)
(δέπᾰς) -αος, τό
• Morfología: [sg. dat. -ᾳ Od.10.316, -αϊ Il.23.196, A.Fr.74.4, Antim.86.1; plu. nom.-ac. -α Od.15.466, 20.153, AP 6.332 (Hadr.), -ατα cj. en IG 12(3).450.16 (Tera VI a.C.), dat. -άεσσι Od.3.340, Ar.Pax 1093, Q.S.13.146, -ασσι Il.15.86]
copa, vaso de beber ἐπαρξάμενοι δεπάεσσιν Il.1.471, οἴνου Od.3.46, cf. Ar.l.c., E.Hec.527, Theoc.1.55, A.R.1.472, Opp.H.3.226, Q.S.2.136, AP 16.235 (Apollonid.), οὐλόμενον δ. una copa mortífera, e.d., con veneno IHadrianopolis 27 (imper.), δ. ἀμφικύπελλον Il.1.584, Od.20.153, Nonn.D.37.83, δ. χρύσειον Od.3.41, h.Ap.10, δ. ... χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον Il.11.632, σκύφιον ... δ. copa en forma de escifo o gran vaso o gamella Stesich.4.1, δ. κίσσινον Tim.4.1, δ. ἐκ κεράμοιο AP 16.333 (Antiphil.), δοιὰ δέπα πολυδαίδαλα AP 6.332 (Hadr.), δ. ἀγκύλον εἶχε βοὸς κέρας usaba como copa un curvo cuerno de toro Nonn.D.12.203
•esp. de la copa del Sol lecho de oro en forma de copa en que Helio viaja durante la noche, Stesich.8.1, ἀπ' ἐσχάτων γαίας Ὠκεανὸν περάσας ἐν δέπαϊ χρυσήλατῳ A.l.c., Ἡφαιστοτευχές δ. A.Fr.69.3, cf. Pherecyd.18a, Antim.l.c.
• Diccionario Micénico: di-pa.
• Etimología: Quizá rel. luv. tepas-, het. tapišana- y tal vez c. lat. lepesta, lepista, u. tapistenu.
German (Pape)
[Seite 548] αος, τό, der Becher. Oft bei Homer, in folgenden Formen: nominativ. δέπας, Iliad. 16, 225; accusativ. δέπας, Iliad. 16, 254; dativ. δέπαϊ, Odyss. 3, 41; dativ. δέπαι oder δέπα' oder δέπᾳ Odyss. 10, 316, vgl. Scholl.; dativ. plural. δεπάεσσιν, Iliad. 4, 3; dativ. plural. δέπασσιν Iliad. 15, 86; genitiv. plural. δεπάων Iliad. 7, 480; accusativ. plural. δέπι, kurzes α, der folgende Buchstabe ein Vocal, also zweifelhaft, ob an sich kurz: Odyss. 15, 466 ἠμὲν δέπα ἠδὲ τραπέζας; Odyss. 19, 62 ἠδὲ τραπέζας
French (Bailly abrégé)
(τό) :
dat. δέπαϊ, δέπαι ou δέπᾳ;
plur. nom.-acc. δέπα, gén. δεπάων, dat. δεπάεσσι ou δέπασσι;
vase, particul.
1 vase à boire, coupe (en or, en argent);
2 grand vase à traire.
Étymologie: cf. δάπτω et δεῖπνον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέπας -αος, τό, dat. sing. δέπᾳ, plur. δέπα, ep. dat. δεπάεσσι en δέπασσι, beker:. δ. οἴνου beker wijn Il. 18.545.
Russian (Dvoretsky)
δέπᾰς: τό (только nom.-acc. dat. δέπαϊ, δέπαι и δέπᾳ; pl.: nom.-acc. δέπᾰ, gen. δεπάων, dat. δεπάεσσι и δέπασσι) кубок, чара, чаша Hom., Aesch., Eur. ap. Plut.
English (Autenrieth)
(cf. δάπτω), dat. δέπαϊ and δέπαι, pl. δέπᾶ, gen. δεπάων, dat. δεπάεσσι and δέπασσι: drinking cup, beaker; a remarkable one described, Il. 11.632 ff. (See cut.)
Greek Monolingual
δέπας (-ατος), το (Α)
1. είδος ποτηριού, χρυσού ή αργυρού με επιχρυσωμένα χείλη, που το χρησιμοποιούσαν κυρίως για σπονδή
2. μετάλλινο ή πήλινο ποτήρι με δύο λαβές
3. το χρυσό ποτήρι, μέσα στο οποίο, σαν σε λέμβο, ο Ήλιος περνούσε τον ωκεανό τη νύχτα, πλέοντος από τα δυτικά στα ανατολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δέπας είναι δάνεια λ., μεσογειακής προελεύσεως, όπως και πολλές άλλες λέξεις με τη σημασία του δοχείου (πρβλ. μυκην. dipa)].
Greek Monotonic
δέπας: -αος, τό, πληθ., ονομ. δέπᾰ· Επικ. δοτ., δεπάεσσι και δέπασσι· κύπελλο, κούπα, δισκοπότηρο, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
δέπας: -αος, τό, ὀνομ. πληθ. δέπᾰ Ὀδ. Ο. 466, κτλ.· Ἐπ. δοτ. δεπάεσσι Ὅμ., δέπασσι Ἰλ. Ο. 86 (ἴδε δάπτω): - ποτήριον χρήσιμον εἰς σπονδάς, παρ᾿ Ὁμ. συνήθως ἐκ χρυσοῦ, Ὀδ. Θ. 316, κτλ.· ὡσαύτως, χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον Ἰλ. Λ. 632· πρβλ. ἀμφικύπελλον, ἐπάρχομαι· - παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως πήλινον, Ἀνθ. Πλαν. 4. 333. ΙΙ. τὸ χρυσοῦν ποτήριον ἐν ᾧ ὡς ἐν λέμβῳ διέπλεεν ὁ ἥλιος τὸν Ὠκεανὸν ἐκ δυσμῶν πρὸς ἀνατολὰς κατὰ τὸ διάστημα τῆς νυκτός, Sturz Φερεκύδ. σ. 103, Kleine Στησίχ. 7, ἐν τέλ., πρβλ. Μίμνερμ. 9, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66· - ἴσως διορθωτέον ἀντὶ τοῦ δέμας παρὰ Κριτίᾳ (Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 54 (ἴδε 33).) Τὸ δι᾿ οὗ διέπλεεν ὁ Ἥλιος τὸν Ὠκεανὸν καλεῖται ὑπὸ τοῦ Θεολύτου λέβης, ὑπὸ τοῦ Παυνάσιδος φιάλη, ὑπὸ τοῦ Μιμνέρμου εὐνή.
Frisk Etymological English
-αος
Grammatical information: n.
Meaning: goblet (Il.; on the meaning s. Brommer, Herm. 77, 357f., 364f.).
Dialectal forms: Myc.di-pa /dipas/, du. di-pa-e /dipa(h)e/.
Derivatives: Poetical lengthening δέπαστρον id. (Antim.) with δεπαστραῖος (Lyc.), s. Chantr. Form. 333f., Schwyzer 532.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Like many other words for cups etc. Pre-Greek. ε/ι is frequent, Fur. 353ff; Hester, Minos 6 (1958) 24-36. On -θρον/-στρον see Fur. 302 n. 37 and 303 n. 39. - Perhaps the same word as Luwian tepas.
Middle Liddell
a beaker, goblet, chalice, Hom.
Frisk Etymology German
δέπας: -αος
{dépas}
Grammar: n.
Meaning: Humpen, Pokal (ep. poet. seit Il.; zur Bed. Brommer Herm. 77, 357f., 364f.).
Etymology: Ägäisch di-pa, du. di-pa-e. — Poetische Erweiterung δέπαστρον ib. (Antim.) mit δεπαστραῖος (Lyk.), vgl. Chantraine Formation 333f., Schwyzer 532. Wie viele andere Gefäßbezeichnungen ein Mittelmeerwort ohne Etymologie.
Page 1,367