ὑπογραμματεύς

Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A under-clerk, under-secretary, Antipho 6.35, Lys.30.27, IG12.374.110,258; restored by Dind. in Ar.Ra.1084 (anap.) for ὑπὸ γραμματέων.

German (Pape)

[Seite 1213] έως, ὁ, der Unterschreiber, der zweite Schreiber; τῶν θεσμοθετῶν Antiph. 6, 35; Lys. 30, 27; vgl. Böckh Ath. Staatshaush. I p. 201 ff.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπογραμμᾰτεύς: έως, ὁ, δεύτεροςκατώτερος γραμματεύς, Ἀντιφῶν 145. 26, Λυσί. 186. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 115, 184, κ. ἀλλ.Ϗ ἀποκατεστάθη ὑπὸ τοῦ Dind. ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 1084, ἀντὶ τοῦ ὑπὸ γραμματέων˙Ϗ πρβλ. Böckh P. E. 1. 251.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
sous-greffier, scribe ou greffier adjoint.
Étymologie: ὑπό, γραμματεύς.