χιροπόδης
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
German (Pape)
[Seite 1357] ὁ, u. χιρόπους, ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό, = χειρόπους, χειροπόδης, aufgeborstene Füße habend, Hesych.