ἀμυγμός

Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ὁ, = foreg., cj. in A.Ch.24.

German (Pape)

[Seite 130] ὁ, das Zerfleischen, Aesch. Ch. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυγμός: ὁ, (ἀμύσσω) ἄμυγμα, «τσουγγράνισμα», σπαραγμός· πρέπει παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς Αἰσχ. Χο. 24. Ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ· ὁ Ἕρμαν. ἔχει διωγμοῖς.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. ἄμυγμα.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Prosodia: [ᾰ-]
arañazo A.Ch.24 (cf. ἀμυχμός).

Greek Monolingual

ἀμυγμός, ο (Α) ἀμύσσω
το άμυγμα.