ἀμυγμός

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμυγμός Medium diacritics: ἀμυγμός Low diacritics: αμυγμός Capitals: ΑΜΥΓΜΟΣ
Transliteration A: amygmós Transliteration B: amygmos Transliteration C: amygmos Beta Code: a)mugmo/s

English (LSJ)

ὁ, = ἄμυγμα (scratching, tearing), cj. in A. Ch. 24.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
arañazo A.Ch.24 (cf. ἀμυχμός).

German (Pape)

[Seite 130] ὁ, das Zerfleischen, Aesch. Ch. 24.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. ἄμυγμα.

Russian (Dvoretsky)

ἀμυγμός: ὁ Aesch. = ἄμυγμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυγμός: ὁ, (ἀμύσσω) ἄμυγμα, «τσουγγράνισμα», σπαραγμός· πρέπει παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς Αἰσχ. Χο. 24. Ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ· ὁ Ἕρμαν. ἔχει διωγμοῖς.

Greek Monolingual

ἀμυγμός, ο (Α) ἀμύσσω
το άμυγμα.

Greek Monotonic

ἀμυγμός: -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Αισχύλ.