διαγαληνίζω

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

   A make quite calm, τὰ πρόσωπα Ar.Eq.646.

Greek (Liddell-Scott)

διαγᾰληνίζω: κάμνω τι ὅλως γαλήνιον, τὰ πρόσωπα Ἀριστοφ. Ἱππ. 646.

French (Bailly abrégé)

rasséréner (le visage).
Étymologie: διά, γαλήνη.

Spanish (DGE)

(διαγᾰληνίζω) serenar, poner en calma τὰ πρόσωπα Ar.Eq.646.

Greek Monolingual

διαγαληνίζω (Α)
καθιστώ κάτι εντελώς γαλήνιο.