θυΐω
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
Greek (Liddell-Scott)
θυΐω: ἢ θυίω, = θύω, διατελῶ ὑπὸ ἔμπνευσιν, ὑποτακτ. θυΐωσι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 560· παρατ. ἔθυιεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 755.
French (Bailly abrégé)
s’élancer impétueusement ; être saisi d’un transport prophétique.
Étymologie: θύω².