πολύσκαλμος

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A many-oared, AP7.295.

German (Pape)

[Seite 673] vielruderig, ναυτιλία, Leonid. Tar. 91 (VII, 295).

Greek (Liddell-Scott)

πολύσκαλμος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς σκαλμούς, πολύκωπος, Ἀνθ. Π. 7. 295.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreuses rames.
Étymologie: πολύς, σκαλμός.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για πλοίο) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει πολλά κουπιά, πολύκωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σκαλμός.