ναυτιλία

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυτῐλία Medium diacritics: ναυτιλία Low diacritics: ναυτιλία Capitals: ΝΑΥΤΙΛΙΑ
Transliteration A: nautilía Transliteration B: nautilia Transliteration C: naftilia Beta Code: nautili/a

English (LSJ)

Ion. ναυτιλίη, ἡ,
A sailing, seamanship, Od.8.253, Hes.Op.618, Pl.R.527d, al.
2 voyage, Hdt.4.145, Hp.Aph.4.14: and in plural, ναυτιλίῃσι μακρῇσι ἐπιθέσθαι Hdt.1.1, cf. 163; ναυτιλίῃσι χρέεσθαι Id.2.43, cf. Pi.N.3.22, I.4(3).57.
3 ship, πολύσκαλμος ναυτιλία AP7.295.4 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 233] ἡ, das Fahren zu Schiffe, die Seefahrt; περιγιγνόμεθ' ἄλλων ναυτιλίῃ, so rühmen sich die Phäaken, Od. 8, 253; Hes. O. 620. 644; ναυτιλίαισι πορθμὸν ἁμερώσαις, Pind. I. 3, 75, vgl. N. 3, 21; Her. 1, 1. 163. 2, 43, auch im plur.; Plat. Rep. VII, 527 d; περί τε ναυτιλίαν καὶ κυβερνητικήν, Legg. IV, 709 b; βλαβερά, Xen. Mem. 4, 2, 32; Plut.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
transport par mer, navigation.
Étymologie: ναυτίλος.

Russian (Dvoretsky)

ναυτῐλία: эп.-ион. ναυτῐλίη
1 мореходное искусство, судоходство (ν. καὶ κυβερνητική Plat.);
2 морское путешествие, мореходство: ναυτιλίῃσι ἐπιθέσθαι Her. заняться морскими путешествиями;
3 судно, корабль (πολύσκαλμος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ναυτῐλία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ναυτίλλεσθαι, τὸ ταξειδεύειν μὲ πλοῖα, θαλασσοπλοΐα, Ὀδ. Θ. 253, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 616, Πλάτ. Πολ. 527D, κ. ἀλλ. 2) πλοῦς, ταξείδιον, Πινδ. Ν. 3. 38, Ἡρόδ. 4. 145, Ἱππ. Ἀφ. 1249· καὶ ἐν τῷ πληθ., ναυτιλίῃσι μακρῇσι ἐπιθέσθαι Ἡρόδ. 1. 1, 163· ναυτιλίῃσι χρέεσθαι ὁ αὐτ. 2. 43, πρβλ. Πινδ. Ι. 4 (3). 98. 3) πολύσκαλμος ν., ἐπὶ πλοίου, Ἀνθ. Π. 7. 295.

English (Slater)

ναυτῐλία voyage, seafaring τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; (P. 4.70) κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος · ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς (cf. fr. 256) (N. 3.22) ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (sc. Ἡρακλέης: for voyages, cf. Wil. on Eur., Her. 20: v. τέναγος) (I. 4.57)

Greek Monolingual

η (Α ναυτιλία και ιων. τ. ναυτιλίη) ναυτίλος
το επάγγελμα και το έργο του ναυτικού, η θαλασσοπλοΐα
νεοελλ.
1. η ναυτική επιστήμη και η τέχνη του ναυτικού
2. το σύνολο τών εμπορικών πλοίων μαζί με τα πληρώματά τους, το εμπορικό ναυτικό
αρχ.
1. πλους, ταξίδι διά μέσου θαλάσσης
2. πλοίο.

Greek Monotonic

ναυτῐλία: ἡ, Ιων. -ίη,
I. 1. ναυσιπλοΐα, ναυτιλιακή ικανότητα, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
2. θαλασσινό ταξίδι, σε Πίνδ., Ηρόδ.
II. λέγεται για πλοίο, πολύσκαλμος ναυτιλία, σε Ανθ.

Middle Liddell

ναυτῐλία, ἡ,
I. sailing, seamanship, Od., Hes.
2. a voyage, Pind., Hdt.
II. a ship, Anth.

Translations

seamanship

German: Seefahrtskunst, Seemannschaft, Seemannskunst, Seemannserfahrung; Irish: loingseoireacht; Norwegian Bokmål: sjømannskap; Nynorsk: sjømannskap; Spanish: marinaje, marinería, náutica; Swedish: sjömanskap

sailing

Bulgarian: ветроходен; Esperanto: veladi, navigi, lofi, ŝipiri; Finnish: purjehtiva, purjehdus-; German: Segeln; Hebrew: שַׁיִט‎; Norwegian: seilende; Polish: żeglować; Swedish: seglande