τέοισι

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek (Liddell-Scott)

τέοισι: Ἰων. ἀντὶ τίσι; νῦν τε τέοισί με χρὴ ὄμμασι ἔς τε ἀγορὴν καὶ ἐξ ἀγορῆς φοιτέοντα φαίνεσθαι; Ἡρόδ. 1. 37.

French (Bailly abrégé)

ion. c. τισί, dat. pl. de τις.

Greek Monolingual

Α
(ιων. τ. δοτ. πληθ. της ερωτ. και της αόρ. αντων.) βλ. τις, τίς.