ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ναυηγός: ναυηγέω, ναυηγία, κτλ., Ἰων. ἀντὶ ναυαγ-.
ion. c. ναυαγός.
ναυηγός, ὁ (Α)ιων. τ. βλ. ναυαγός.