πυργοφύλαξ

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A tower-guard, warder, A.Th.168 (lyr.), PFlor.297.469 (vi A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 821] ακος, ὁ, Thurmwächter, Aesch. Spt. 182.

Greek (Liddell-Scott)

πυργοφύλαξ: [ῠ], ὁ, ὁ φύλαξ πύργου, φρουρός, Αἰσχύλ. Θήβ. 168.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
gardien d’une tour.
Étymologie: πύργος, φύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
φρουρός πύργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + φύλαξ (πρβλ. λιμενο-φύλαξ, νυκτο-φύλαξ)].