ἀποαίνυμαι
English (LSJ)
A v. ἀπαίνυμαι.
German (Pape)
[Seite 296] wegnehmen, Hom. Iliad. 13, 262 ἀποαίνυμαι, τί τινος; Od. 17, 322 ἀποαίνυται, τί τινος; Od. 12, 419. 14, 309 θεὸς δ' ἀποαίνυτο νόστον; – Mosch. 2, 66 ἀπαίνυτο.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποαίνυμαι: ἴδε ἀπαίνυμαι.
French (Bailly abrégé)
impf. 3ᵉ sg. ἀποαίνυτο;
enlever, ôter, ravir : τί τινος qch à qqn.
Étymologie: ἀπό, αἰνυμαι.
English (Autenrieth)
only pres. and ipf.: take away; τινός τι, ρ 322, Il. 13.262.
see ἀπαίνυμαι.
Spanish (DGE)
c. ac. y gen. quitar, arrebatar δούρατα ... τὰ κταμένων ἀποαίνυμαι Il.13.262, ἥμισυ γάρ τ' ἀρετῆς ἀποαίνυται ... Ζεὺς ἀνέρος Od.17.322, νέας ... αὐτῶν Hes.Op.247 (ap. crít.)
•solo c. ac. privar de νόστον Od.12.419, 14.309.