ἀτράφαξυς
English (LSJ)
[ᾰτρᾰ], υος, ἡ,
A orach, Atriplex rosea, Hp.Vict.2.54, Thphr.HP7.1.2,al., Dsc.2.119, Gal.6.633. (The correct form is implied by the compound ψευδ-ατράφαξυς Ar.Eq.630, cf.EM565.17; other spellings are ἀδράφαξυς (ἁδρ- Eust.539.5) Thphr.l.c., ἀνδράφαξυς Dsc. l.c., Hp. l.c., ἀτράφαξις v.l. Dsc. l.c., Gal.11.843, cf. Hdn.Gr.1.539, 2.49,467.)
Greek (Liddell-Scott)
ἀτράφαξυς: -υος, ἡ, εἶδος βοτάνης ὁμοίας πρὸς «σπανάκι», Λατ. atriplex· κατὰ Sibthorp τὸ σημερινὸν ὄνομα αὐτῆς εἶναι ἀγριοσπανακιά· ὅτι δὲ ὁ διὰ τοῦ υ τύπος εἶναι ὁ ὀρθὸς φαίνεται ἐκ τοῦ ψευδατραφάξυς ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 630, πρβλ. Ἐτυμολ. Μ. 565, 17· ἀλλ’ ἐν Διοσκ. 2. 145, κτλ., εἶναι γεγραμμένον ἀτράφαξις = χρυσολάχανον· ἐν δὲ Ἱππ. 359. 43, Θεοφρ., κτλ., ἀνδράφαξις· παρὰ δὲ Εὐστ. 539. 5, ἀδράφαξυς.
French (Bailly abrégé)
υος (ἡ) :
arroche, légume.
Étymologie: DELG étym. inconnue, sans doute emprunt à une langue non i.-e.
Spanish (DGE)
-υος, ἡ
• Alolema(s): ἀνδράφαξις Hp.Mul.1.14, Vict.2.54, Ps.Dsc.2.119; ἀνδράφαξυς Pherecr.80, Dsc.2.119, Hdn.Gr.1.539, 2.49; ἁδράφαξυς Thphr.HP 7.1.2, Eust.539.5; ἀνδράφαξ Ps.Dsc.l.c.
bot.
1 armuelle, Atriplex hortensis L., planta medicinal, Hp.ll.cc., Pherecr.l.c., Thphr.l.c., Dsc.l.c., Ps.Dsc.l.c., Hdn.Gr.ll.cc., Gal.6.351, EM 565.17, Eust.l.c.
2 ἀ. ἀγρία cenizo, Chenopodium album L., Dsc.2.119.