Θετταλός

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

Θετταλικός, etc., Att. for Θεσσ-.

Greek (Liddell-Scott)

Θεττᾰλός: Θετταλικός, κτλ., μεταγεν. Ἀττ. ἀντὶ Θεσσ-.

French (Bailly abrégé)

att. c. Θεσσαλός.

Greek Monolingual

Θετταλός, ὁ (Α)
βλ. Θεσσαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του Θεσσαλός].