Θετταλικός, etc., Att. for Θεσσ-.
Θεττᾰλός: Θετταλικός, κτλ., μεταγεν. Ἀττ. ἀντὶ Θεσσ-.
att. c. Θεσσαλός.
Θετταλός, ὁ (Α)βλ. Θεσσαλός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του Θεσσαλός].