Θετταλός
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
Θετταλικός, etc., Att. for Θεσσαλός.
French (Bailly abrégé)
att. c. Θεσσαλός.
Greek (Liddell-Scott)
Θεττᾰλός: Θετταλικός, κτλ., μεταγεν. Ἀττ. ἀντὶ Θεσσ-.
Greek Monolingual
Θετταλός, ὁ (Α)
βλ. Θεσσαλός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αττ. τ. του Θεσσαλός].
Greek Monotonic
Θεττᾰλός: Θετταλικός κ.λπ., μεταγεν. Αττ. αντί Θεσσ-.
Translations
French: Thessalien, Thessalienne; German: Thessaler, Thessalerin, Thessalier, Thessalierin; Greek: Θεσσαλός; Ancient Greek: Θεσσαλός, Θετταλός, Πετθαλός, Φετταλός; Portuguese: tessálio, tessaliano, tessálico; Russian: фессалиец, фессалийка