Θετταλός
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
Θετταλικός, etc., Att. for Θεσσαλός.
French (Bailly abrégé)
att. c. Θεσσαλός.
Greek (Liddell-Scott)
Θεττᾰλός: Θετταλικός, κτλ., μεταγεν. Ἀττ. ἀντὶ Θεσσ-.
Greek Monolingual
Θετταλός, ὁ (Α)
βλ. Θεσσαλός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αττ. τ. του Θεσσαλός].
Greek Monotonic
Θεττᾰλός: Θετταλικός κ.λπ., μεταγεν. Αττ. αντί Θεσσ-.
Translations
French: Thessalien, Thessalienne; German: Thessaler, Thessalerin, Thessalier, Thessalierin; Greek: Θεσσαλός; Ancient Greek: Θεσσαλός, Θετταλός, Πετθαλός, Φετταλός; Portuguese: tessálio, tessaliano, tessálico; Russian: фессалиец, фессалийка