[Seite 1240] ἡ, = ἱέρεια, nur p., z. B. Eur. Bacch. 1112 Or. 261; auch Soph., fr. 401.
ἱερία: Ἰων. ἱερίη, ἴδε ἱέρεια.
poét. c. ἱέρεια.
ἱερία, ιων. τ. ἱερίη, ἡ (Α)η ιέρεια.