A v. καταδύω.
[Seite 1347] = καταδύομαι, s. unter καταδύω.
καταδύνω: ἴδε καταδύω.
seul. prés. et impf. κατέδυνον;c. καταδύω.Étymologie: κατά, δύνω.
καταδύνω (Α)καταδύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δύνω «δύω»].