τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal
κεφᾰλῆφι: -ῇφι, Ἐπ. γεν. καὶ δοτ. τοῦ κεφαλή, Ὅμ.
gén. et dat. épq. de κεφαλή.