δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ → thrift in the lees is worthless
παγείς: μετοχ. τοῦ παθ. ἀορ. β΄ τοῦ πήγνυμι.
εῖσα, έν;part. ao.2 Pass. de πήγνυμι.