πλατυλέσχης

Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A diffuse babbler, AP 11.382.5 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 627] ὁ, breiter Schwätzer, Agath. 69 (XI, 382).

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτῠλέσχης: -ου, ὁ, πλατύστομος φλύαρος, Ἀνθ. Π. 11. 382.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
grand bavard.
Étymologie: πλατύς, λέσχη.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -λέσχης (< λέσχη «φλυαρία»), πρβλ. στενο-λέσχης.