πλατυλέσχης
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
πλατυλέσχου, ὁ, diffuse babbler, AP 11.382.5 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 627] ὁ, breiter Schwätzer, Agath. 69 (XI, 382).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
grand bavard.
Étymologie: πλατύς, λέσχη.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτῠλέσχης: -ου, ὁ, πλατύστομος φλύαρος, Ἀνθ. Π. 11. 382.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -λέσχης (< λέσχη «φλυαρία»), πρβλ. στενολέσχης.
Greek Monotonic
πλᾰτῠλέσχης: -ου, ὁ, πλατύστομος, φλύαρος, σε Ανθ.