στημορραγέω
English (LSJ)
(ῥήγνυμι) intr.,
A to be torn to shreds, λακίδες σ. ἐσθημάτων A.Pers.836.
Greek (Liddell-Scott)
στημορρᾰγέω: (√ΡΑΓ, ῥήγνυμι) ἀμεταβ., σχίζομαι εἰς τεμάχια, εἰς ῥάκη, στ. λακίδες ἐσθημάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 836.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se rompre, éclater en parl. de la trame d’une étoffe.
Étymologie: στήμων, ῥήγνυμι.