στημορραγέω

Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

(ῥήγνυμι) intr.,

   A to be torn to shreds, λακίδες σ. ἐσθημάτων A.Pers.836.

Greek (Liddell-Scott)

στημορρᾰγέω: (√ΡΑΓ, ῥήγνυμι) ἀμεταβ., σχίζομαι εἰς τεμάχια, εἰς ῥάκη, στ. λακίδες ἐσθημάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 836.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se rompre, éclater en parl. de la trame d’une étoffe.
Étymologie: στήμων, ῥήγνυμι.