τρισκαιδεκέτης
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
Greek (Liddell-Scott)
τρισκαιδεκέτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων ἡλικίαν δεκατριῶν ἐτῶν, Λυσί. 116. 28.
French (Bailly abrégé)
c. τρισκαιδεκαέτης.
Greek Monolingual
-ες, Α
βλ. τρεισκαιδεκ(α)έτης.