ἐκπροκρίνω

Revision as of 21:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

[ῑ],

   A choose out, πόλεος ἐκπροκριθεῖσα E.Ph.214 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 777] herauswählen u. vorziehen, πόλιος ἐκπροκριθεῖσα Eur. Phoen. 214.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπροκρίνω: ἐκλέγω, προκρίνω, πόλεως ἐκπροκριθεῖσα Εὐρ. Φοίν. 214.

French (Bailly abrégé)

choisir hors de, gén..
Étymologie: ἐκ, προκρίνω.

Spanish (DGE)

escoger en v. pas. πόλεος ἐκπροκριθεῖσ' ἐμᾶς escogida en mi ciudad E.Ph.214.

Greek Monolingual

ἐκπροκρίνω (Α)
επιλέγω, προκρίνω.

Greek Monotonic

ἐκπροκρίνω: [ῑ], μέλ. -κρῐνῶ, εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ, πόλεος ἐκπροκριθεῖσα, σε Ευρ.