προκρίνω

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκρῑ́νω Medium diacritics: προκρίνω Low diacritics: προκρίνω Capitals: ΠΡΟΚΡΙΝΩ
Transliteration A: prokrínō Transliteration B: prokrinō Transliteration C: prokrino Beta Code: prokri/nw

English (LSJ)

[ῑ],
A choose before others, prefer, select, Th.4.80; πρῶτον τῶν ἀγαθῶν αὐτὸ προκρίνοντες Pl.Lg.870b, etc.; προκρίνας οἵπερ ἀλκιμώτατοι E.Ph.743, cf. 746, Hel. 47; π. τινὰς ἐκ πάντων Hdt.1.70:—Med., τούτους ἐκ τῶν προκρίτων προκρινάμενος Pl.R. 537d:—Pass., to be preferred before others, ταῦτα ἦν τὰ προκεκριμένα [γένεα] the most eminent, Hdt.1.56, cf.9.26; εἴ τις δ' ὑμῶν κάλλει προκριθῇ Cratin.28; προκριθῆναι ὑφ' ὑμῶν ἄρχοντα X.An. 6.1.26, cf. HG6.5.34; ὁ προκριθεὶς καὶ ὁ προκρίνων Pl.Lg.765e; ἐκ τῶν εἰκοσιετῶν οἱ προκριθέντες Id.R.537b; ἄλλους ἀνθ' ἡμῶν προκριθῆναι Isoc.Ep.9.17: followed by inf., τοῦτο προκέκριται κάλλιστον εἶναι X.Cyr. 2.3.8, cf. Ap.21.
b make a preliminary selection of candidates for office, Arist.Ath.8.1, al.:—Pass., προεκρίθην κληροῦσθαι D.57.46, cf. 47,62.
2 c. gen., prefer before, ῥώμην τῆς σοφίης Xenoph.2.14; τὸ ἐπιεικὲς τοῦ δικαίου Gorg.Fr.6; οὓς αὐτοὶ ἑαυτῶν ἐν ταῖς ἀρχαῖς προκρίνουσιν Pl.Ap.35b:—Pass., τῶν ἄλλων προκεκρίσθαι Hdt.2.121.ζ'; προκρίνονται παντὸς οὑτινοσοῦν οἱ νόμοι Wilcken Chr.27.5 (ii A.D.).
II judge beforehand, distinguish, βαρὺ καὶ κοῦφον ἁφὰ… π. Ti.Locr.100d: c. acc. et inf., judge, decide beforehand that…, X. Ap.15, Isoc.4.4, 11.11, etc.; π. μάχην δι' ἱππέων decide the battle by the horse before the foot comes up, prob. (for προκινεῖν) in D.S.17.19.

German (Pape)

[Seite 731] vorher urteilen, entscheiden; mit folgendem acc. c. inf., Isocr. 4, 4; μάχην διὰ ἱππέων, die Schlacht durch die Reiterei entscheiden, ehe das Fußvolk dazukommt, D. Sic. 17, 19, v.l. προκινεῖν; bes. durch sein Urtheil den Vorzug geben, vorziehen, προκρίνας οἵπερ ἀλκιμώτατοι, Eur. Phoen. 750; πάντων προκρίνας σωφρονέστατον βροτῶν, Hel. 47; τὰ προκεκριμένα, Her. 1, 56, τοῦτο προκέκριται κάλλιστον εἶναι, Xen. Cyr. 2, 3, 8; προκρίνομαι εἶναι βέλτιστος, Apol. 21; οὓς αὐτοὶ ἑαυτῶν ἔν τε ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἄλλαις τιμαῖς προκρίνουσιν, Plat. Apol. 35 b; auswählen, ἐκ τῶν εἴκοσιν ἐτῶν οἱ προκριθέντες, Rep. VII, 537 b, u. öfter; auch im med., τούτους ἐκ τῶν προκρίτων προκρινάμενον, ib. d, u. so pass. erwählt werden wozu, zu einem Ehrenamte, Xen. An. 6, 1, 17 Hell. 6, 5, 34 Thuc. 4, 60 Dem. u. Folgde; ἐκ πάντων, Pol. 1, 80. 12, u. sonst, wie Plut. u. Luc.

French (Bailly abrégé)

juger préférable, d'où
1 choisir de préférence : τινα ἐκ πάντων HDT qqn entre tous ; abs. choisir : τινά τινος préférer une personne à une autre ; Pass. être préféré à, gén. ; être distingué, éminent;
2 juger de préférence, décider par comparaison.
Étymologie: πρό, κρίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-κρίνω, imperf. προέκρινον en προύκρινον, med.-pass. προεκρινόμην en προυκρινόμην; aor. προέκρινα en προύκρινα, aor. pass. προεκρίθην en προυκρίθην; plqperf. med.-pass. προ(ε)κεκρίμην en προυκεκρίμην selecteren; met acc..; προκρίναντες εἰς δισχιλίους toen ze er ongeveer 2000 hadden geselecteerd Thuc. 4.80.4; θάρσει π. selecteren vanwege moed Eur. Phoen. 746; ook med..; ἐκ τῶν προκρίτων προκρίνεσθαι uit de geselecteerden kiezen Plat. Resp. 537d; pass.. ἡγεμόνες προκρίνεσθαι tot aanvoerder gekozen worden Xen. Hell. 6.5.34. preferen; met acc..; ἐκ πάντων σφέας προκρίνας Ἑλλήνων van alle Grieken gaf hij hun de voorkeur Hdt. 1.70.1; met acc. en gen. comp..; π. ῥώμην τῆς ἀγαθῆς σοφίας lichaamskracht prefereren boven de degelijke wijsheid Xenoph. B 2.14; οὓς αὐτοὶ ἑαυτῶν... προκρίνουσιν die zij prefereren boven zichzelf Plat. Ap. 35b; pass.. Αἰγυπτίους... τῶν ἄλλων προκεκρίσθαι dat de Egyptenaren beter geacht werden dan de rest Hdt. 2.121ζ2. van tevoren oordelen, met inf.:; π. τούτους καλλίστους εἶναι τῶν λόγων bij voorbaat oordelen dat dit de fraaiste redevoeringen zijn Isocr. 4.4; van oordeel en voorkeur samen, pass.: πᾶσι τοῦτο προκέκριται κάλλιστον εἶναι door iedereen wordt dit als het fraaiste beoordeeld Xen. Cyr. 2.3.8.

Russian (Dvoretsky)

προκρίνω: (ῑ)
1 делать выбор, отбирать, выбирать: ἐκ πάντων τινὰς π. Her. сделать выбор в пользу кого-л. предпочтительно перед всеми (остальными); ἐκ προκρίτων προκρίνεσθαι Plat. делать отбор из (числа уже) отобранных; ὁ προκριθεὶς καὶ ὁ προκρίνων Plat. (как) избранный, так и избирающий; τὰ προκεκριμένα (sc. γένη) Her. отборные, т. е. наиболее выдающиеся племена; τὸ ἐμὲ προκριθῆναι ὑπὸ ὑμῶν ἄρχοντα Xen. избрание меня вами в качестве архонта;
2 отдавать преимущество, предпочитать: π. τινὰ ἑαυτοῦ ἐν ταῖς ἀρχαῖς Plat. отдавать кому-л. предпочтение перед собой при выборе на государственные посты;
3 ставить выше (τινά τινος Her.): προκεκρίσθαι εἶναι κάλλιστον Xen. считаться самым прекрасным;
4 решать заранее или первым, предрешать: βαρύ τε καὶ κοῦφον ἁφὰ προκρίνει Plat. что тяжело и что легко, решает уже осязание; μάχην διὰ ἱππέων π. Diod. предрешать исход сражения с помощью конницы (т. е. до появления пехоты); τὸ ἐκ τῆς βουλῆς προκριθέν Arst. сделанный выбор, намерение.

Greek (Liddell-Scott)

προκρίνω: [ῑ], ἐκλέγω κατὰ προτίμησιν, προτιμῶν, ἐκλέγω, διαλέγω, προκρίνω, Θουκ. 4. 80, Πλάτ., κλπ.· προκρίνας οἵπερ ἀλκιμώτατοι Εὐρ. Φοίν. 743, 746, πρβλ. Ἑλ. 47· πρ. τινὰς ἐκ πάντων Ἡρόδ. 1. 70, πρβλ. 9. 26· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τούτους ἐκ προκρίτων προκρινάμενος Πλάτ. Πολ. 537D. ― Παθ., προτιμῶμαι πρὸ τῶν ἄλλων, ἐκλέγομαι, ταῦταν ἦν τὰ προκεκριμένα [γένη], τὰ ἐξοχώτατα, τὰ ἄριστα, Ἡρόδ. 1. 56· ὁ προκριθεὶς καὶ ὁ προκρίνων Πλάτ. Νόμ. 765Ε· ἐκ τῶν εἰκοσιετῶν οἱ προκριθέντες ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 537Β· ἀνθ’ ἡμῶν προκριθῆναι Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 9. 17. 2) μετὰ γεν., προτιμῶ μᾶλλον ἤ..., οὓς ἑαυτῶν ἐν ταῖς ἀρχαῖς προκρίνουσιν Πλάτ. Ἀπολ. 35Β, πρβλ. Ξενοφάν. 19, 14 Karst., κλπ. ― Παθ., τῶν ἄλλων προκεκρίσθαι Ἡρόδ. 2. 121, 6· προκριθῆναι ἄρχοντα Ξεν. Ἀν. 6. 1, 26· εἴ τις δ’ ὑμῶν κάλλει προκριθῇ Κρατῖν. ἐν «Δηλιάσιν» 8. 3) μετ’ ἀπαρ., προτιμῶ νὰ πράξω τι, Συλλ. Ἐπιγρ. 3310. ― Παθητ., προεκρίθην κληροῦσθαι Δημ. 1313. 20, πρβλ. 1318. 16., 1313. 25· τοῦτο προκέκριται εἶναι κάλλιστον Ξεν. Κύρ. 2. 3, 8, πρβλ. Ἀπολ. 21· ― ἀλλ’ ὡσαύτως ἄνευ ἀπαρεμφ., τὸ ἐμὲ προκριθῆναι ἄρχοντα ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 9, 26, πρβλ. Ἑλλ. 5, 34, Πλάτ. Νόμ. 870Β. ΙΙ. κρίνω ἐκ τῶν προτέρων, διακρίνω, βαρὺ καὶ κοῦφον ᾀφά... προκρίνει Τίμ. Λοκρ. 100D· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κρίνω ἢ ἀποφασίζω ἐκ τῶν προτέρων ὅτι..., Ξεν. Ἀπολλ. 15, Ἰσοκρ. 42Α, 223D, κτλ.· πρ. μάχην δι’ ἱππέων, ἀποφασίζω τὴν μάχην διὰ τοῦ ἱππικοῦ πρὶν ἢ τὸ πεζικὸν καταφθάσῃ, πιθαν. γραφ. ἐν Διοδ. 17. 19.

English (Slater)

προκρίνω prefer ]ν προκρίνοι[ Πα. 13. b. 11.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. εκλέγω κατά προτίμηση, επιλέγω μεταξύ πολλών («ἐκ πάντων σφέας προκρίνας Ἑλλήνων αἱρέετο φίλους», Ηρόδ.)
2. κρίνω εκ τών προτέρων, προαποφασίζω
νεοελλ.
αναδεικνύω προκαταρκτικά, πριν από την οριστική κρίση («προκρίθηκαν πέντε για τον τελικό αγώνα»)
αρχ.
1. εκλέγω κάποιον σε αξίωμα («τὸ ἐμὲ προκριθῆναι ἄρχοντα», Ξεν.)
2. (με γεν.) προτιμώ κάποιον από άλλον
3. χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων («βαρὺ καὶ κοῦφον ἀφά... προκρίνει», Τιμ. λοκρ.)
4. φρ. «προκρίνω μάχην» — δίνω αποφασιστική τροπή στη μάχη προηγουμένως.

Greek Monotonic

προκρίνω: [ῑ], μέλ. κρῐνῶ,
I. 1. διαλέγω πριν από τους άλλους, διαλέγω με κριτήρια προτίμησης, προτιμώ, επιλέγω, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., επιλέγομαι πριν από τους άλλους, σε Πλάτ. — Παθ., τῶν ἄλλων προκεκρίσθαι, σε Ηρόδ.
II. με αιτ. και απαρ., κρίνω ή αποφασίζω από πριν ότι..., σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. κρῐνῶ
I. to choose before others, choose by preference, prefer, select, Hdt., Attic:—Pass. to be preferred before others, τὰ προκεκριμένα the most eminent, Hdt.: c. inf., τοῦτο προκέκριται εἶναι κάλλιστον Xen.; inf., τὸ ἐμὲ προκριθῆναι ἄρχοντα Xen.
2. c. gen. to prefer before others, Plat.:—Pass., τῶν ἄλλων προκεκρίσθαι Hdt.
II. c. acc. et inf. to judge or decide beforehand that…, Xen.

Lexicon Thucydideum

deligere, to choose out, 4.80.4.