νωτοφόρος

Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

German (Pape)

[Seite 274] auf dem Rücken tragend, Xen. Cyr. 6, 2, 34 u. Sp., wie D. C. 56, 20.

Greek (Liddell-Scott)

νωτοφόρος: ἴδε νωτοφορέω.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte sur son dos ; τὸ νωτοφόρον XÉN bête de somme.
Étymologie: νῶτος, φέρω.

Greek Monolingual

νωτοφόρος, -ον (ΑΜ)
αυτός που σηκώνει βάρος στη ράχη του («νωτοφόρος ημίονος», Δίων Κάσσ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. νωτοφόρος
ο αχθοφόρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νωτοφόρον
ζώο που χρησιμεύει για μεταφορά φορτίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + -φόρος].

Greek Monotonic

νωτοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει στην πλάτη του, αχθοφόρος, ως ουσ., φορτηγό, αχθοφόρο ζώο, σε Ξεν.