ἐμβυθίζομαι
Spanish (DGE)
hundirse, sumergirse ἀπόλωλε πᾶν ἐμβεβυθισμένον Plu.2.981a, cf. EM 564.44G.
•fig. τὸ συμποσίοις ἐμβυθίζεσθαι τὴν ψυχήν Dauid in Porph.107.15.
hundirse, sumergirse ἀπόλωλε πᾶν ἐμβεβυθισμένον Plu.2.981a, cf. EM 564.44G.
•fig. τὸ συμποσίοις ἐμβυθίζεσθαι τὴν ψυχήν Dauid in Porph.107.15.