hundirse
From LSJ
Spanish > Greek
βοθρόομαι, βαθύνω, ἐμβοθρόομαι, διαβαπτίζομαι, ἐμπίπτω, ἐμπήγνυμι, ἐμβαθύνω, ἐνερείδω, βυσσαλεύω, ἐμφλάομαι, ἐγκοιλάομαι, ἐγκαταδύνω, ἐμβυθίζομαι, δύω, δύνω, ἕζομαι, βαπτίζω, βάπτω, βυθίζω, ἐνολισθαίνω
βοθρόομαι, βαθύνω, ἐμβοθρόομαι, διαβαπτίζομαι, ἐμπίπτω, ἐμπήγνυμι, ἐμβαθύνω, ἐνερείδω, βυσσαλεύω, ἐμφλάομαι, ἐγκοιλάομαι, ἐγκαταδύνω, ἐμβυθίζομαι, δύω, δύνω, ἕζομαι, βαπτίζω, βάπτω, βυθίζω, ἐνολισθαίνω